ἀσπίστωρ

ἀσπίστωρ
ἀσπ-ίστωρ, ορος, ,
A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσπίστορας — ἀσπίστωρ of shielded warriors masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • ασπιστήρ — ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) [ασπίς] ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”